λιχανός

λιχανός
-ό (AM λιχανός, -όν)
(ως επίθ. τού δάκτυλος ή το αρσ. ως ουσ.) το μετά τον αντίχειρα δάκτυλο, ο δείκτης
αρχ.
1. αυτός που γλείφει κάτι
2. φρ. α) «λιχανὸς σωλήν» — ο σωλήνας που προεξέχει από τον άμβυκα* β) «λιχανὸς φθόγγος» — ο φθόγγος που αναδίδεται από τη χορδή λίχανος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λιχ- (μηδενισμένη βαθμίδα τού θ. λειχ- τού ρήματος λείχω «γλείφω») + επίθημα -ανός (πρβλ. ικ-ανός, πιθ-ανός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λίχανος — λίχανος, ἡ (Α) 1. η τελευταία χορδή τής λύρας ή τής κιθάρας, η οποία δονείται με τον λιχανό, δηλ. με τον δείκτη τού χεριού («ἐάν δὲ τὴν λίχανον κινήσῃ, ἤ τινα ἄλλον φθόγγον, τότε φαίνεται διαφέρειν», Αριστοτ.) 2. ο ήχος που βγαίνει από τη δόνηση… …   Dictionary of Greek

  • λιχανός — licking masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίχανος — licking fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιχανόν — λιχανός licking masc/fem acc sg λιχανός licking neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιχανοῖς — λιχανός licking masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιχανοί — λιχανός licking masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιχανοῦ — λιχανός licking masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιχανούς — λιχανός licking masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιχανῶν — λιχανός licking masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιχανῷ — λιχανός licking masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”